- ἐπηρεάζων
- ἐπηρεάζωthreaten abusivelypres part act masc nom sgἐπηρεάζωthreaten abusivelypres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επηρεάζω — (AM ἐπηρεάζω) ασκώ βλαβερή επίδραση νεοελλ. 1. επιδρώ, επενεργώ («η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα») 2. (για πρόσ.) επιδρώ στη βούληση ή στο συναίσθημα άλλου («επηρεάζεται εύκολα από τους γύρω του») αρχ. μσν. 1. ενοχλώ («ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ… … Dictionary of Greek
ԽԱՐԴԱԽ — (ի, աց.) NBH 1 0930 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 10c, 12c ա. ἑπηρεάζων injurius κακοποιός maleficus περιεργαζόμενος frustra satagens, ornamenta externa usurpans եւն. (լծ. եւ այլազգ. ղատտար, քելլաշ, խատտա.) Անհաւատարիմ. նենգաւոր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)